- πολυαγαπώ
- πολυαγαπώάω μετ. очень сильно любить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυαγαπώ — άω, Ν 1. αγαπώ κάποιον ή κάτι πολύ, υπεραγαπώ 2. (ως θηλ. ουσ.) η πολυαγαπώ η πολυαγαπημένη 3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πολυαγαπημένος, η, ο πολυαγάπητος … Dictionary of Greek
ακριβαγαπώ — ( άω) αγαπώ τρυφερά, πολυαγαπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + αγαπώ. ΠΑΡ. ακριβαγάπητος] … Dictionary of Greek
πολυαγαπημένος — η, ο, Ν βλ. πολυαγαπώ … Dictionary of Greek